ἐπακολουθήσῃ

ἐπακολουθήσῃ
ἐπακολουθήσηι , ἐπακολούθησις
cognizance
fem dat sg (epic)
ἐπακολουθέω
follow close upon
aor subj mid 2nd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
aor subj act 3rd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
fut ind mid 2nd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
aor subj mid 2nd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
aor subj act 3rd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
fut ind mid 2nd sg
ἐπᾱκολουθήσῃ , ἐπακολουθέω
follow close upon
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἐπᾱκολουθήσῃ , ἐπακολουθέω
follow close upon
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επακολούθηση — η (AM ἐπακολούθησις) [επακολουθώ] διαδοχή, επέλευση, ακολουθία μσν. φρ. «εἰς τὴν πικολούθηση» κατόπιν, ύστερα από αρχ. 1. συμφωνία 2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη 3. αποτέλεσμα, επακολούθημα 4. φρ. «κατ ἐπακολούθησιν» ακολούθως, επομένως… …   Dictionary of Greek

  • επακολούθηση — η επακόλουθο, επακολουθία, διαδοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • επακολουθία — η (Α ἐπακολουθία) επακολούθημα, επακολούθηση, διαδοχή …   Dictionary of Greek

  • επακολουθία — η η επακολούθηση, το επακολούθημα (βλ. λλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”